ΑΜ' ΕΠΟΣ ΑΜ' ΕΡΓΟΝ

ΑΜ' ΕΠΟΣ ΑΜ' ΕΡΓΟΝ.
No sooner said than done.

Search This Blog

Saturday, June 13, 2015

Αντί καλωσορίσματος.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Εκκλ. 9,1           Ὅτι σύμπαν τοῦτο ἔδωκα εἰς καρδίαν μου, καὶ καρδία μου σὺν πᾶν εἶδε τοῦτο, ὡς οἱ δίκαιοι καὶ οἱ σοφοὶ καὶ αἱ ἐργασίαι αὐτῶν ἐν χειρὶ τοῦ Θεοῦ, καί γε ἀγάπην καί γε μῖσος οὐκ ἔστιν εἰδὼς ὁ ἄνθρωπος· τὰ πάντα πρὸ προσώπου αὐτῶν, ματαιότης ἐν τοῖς πᾶσι.
Εκκλ. 9,2           συνάντημα ἓν τῷ δικαίῳ καὶ τῷ ἀσεβεῖ, τῷ ἀγαθῷ καὶ τῷ κακῷ καὶ τῷ καθαρῷ καὶ τῷ ἀκαθάρτῳ καὶ τῷ θυσιάζοντι καὶ τῷ μὴ θυσιάζοντι· ὡς ὁ ἀγαθός, ὡς ὁ ἁμαρτάνων· ὡς ὁ ὀμνύων, καθὼς ὁ τὸν ὅρκον φοβούμενος.

Εκκλ. 9,3            τοῦτο πονηρὸν ἐν παντὶ πεποιημένῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι συνάντημα ἓν τοῖς πᾶσι· καί γε καρδία υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐπληρώθη πονηροῦ, καὶ περιφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν ἐν ζωῇ αὐτῶν, καὶ ὀπίσω αὐτῶν πρὸς τοὺς νεκρούς.

Εκκλ. 9,4           ὅτι τίς ὃς κοινωνεῖ πρός πάντας τοὺς ζῶντας; ἔστιν ἐλπίς, ὅτι ὁ κύων ὁ ζῶν, αὐτὸς ἀγαθὸς ὑπὲρ τὸν λέοντα τὸν νεκρόν.
Εκκλ. 9,5           ὅτι οἱ ζῶντες γνώσονται ὅτι ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ νεκροὶ οὐκ εἰσὶ γινώσκοντες οὐδέν· καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι μισθός, ὅτι ἐπελήσθη ἡ μνήμη αὐτῶν·
Εκκλ. 9,6           καί γε ἀγάπη αὐτῶν καί γε μῖσος αὐτῶν καί γε ζῆλος αὐτῶν ἤδη ἀπώλετο, καί γε μερὶς οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐν παντὶ τῷ πεποιημένῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 9,7           Δεῦρο φάγε ἐν εὐφροσύνῃ τὸν ἄρτον σου καὶ πίε ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ οἶνόν σου, ὅτι ἤδη εὐδόκησεν ὁ Θεὸς τὰ ποιήματά σου.
Εκκλ. 9,8           ἐν παντὶ καιρῷ ἔστωσαν ἱμάτιά σου λευκά, καὶ ἔλαιον ἐπὶ κεφαλῆς σου μὴ ὑστερησάτω.
Εκκλ. 9,9           καὶ ἰδὲ ζωὴν μετὰ γυναικός, ἧς ἠγάπησας, πάσας τὰς ἡμέρας ζωῆς ματαιότητός σου τὰς δοθείσας σοι ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι αὐτὸ μερίς σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ἐν τῷ μόχθῳ σου, ᾧ σὺ μοχθεῖς ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 9,10         πάντα, ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χείρ σου τοῦ ποιῆσαι, ὡς ἡ δύναμίς σου ποίησον, ὅτι οὐκ ἔστι ποίημα καὶ λογισμὸς καὶ γνῶσις καὶ σοφία ἐν ᾅδῃ, ὅπου σὺ πορεύῃ ἐκεῖ.
Εκκλ. 9,11         Ἐπέστρεψα καὶ εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον ὅτι οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος καὶ οὐ τοῖς δυνατοῖς ὁ πόλεμος καί γε οὐ τῷ σοφῷ ἄρτος καί γε οὐ τοῖς συνετοῖς πλοῦτος καί γε οὐ τοῖς γινώσκουσι χάρις, ὅτι καιρὸς καὶ ἀπάντημα συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.
Εκκλ. 9,12         ὅτι καί γε οὐκ ἔγνω ὁ ἄνθρωπος τὸν καιρὸν αὐτοῦ· ὡς οἱ ἰχθύες οἱ θηρευόμενοι ἐν ἀμφιβλήστρῳ κακῷ καὶ ὡς ὄρνεα τὰ θηρευόμενα ἐν παγίδι, ὡς αὐτὰ παγιδεύονται οἱ υἱοὶ τοῦ ἀνθρώπου εἰς καιρὸν πονηρόν, ὅταν ἐπιπέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄφνω.
Εκκλ. 9,13         Καί γε τοῦτο εἶδον σοφίαν ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ μεγάλη ἐστὶ πρός με·
Εκκλ. 9,14         πόλις μικρὰ καὶ ἄνδρες ἐν αὐτῇ ὀλίγοι, καὶ ἔλθῃ ἐπ᾿ αὐτὴν βασιλεὺς μέγας καὶ κυκλώσῃ αὐτὴν καὶ οἰκοδομήσῃ ἐπ᾿ αὐτὴν χάρακας μεγάλους·
Εκκλ. 9,15         καὶ εὕρῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρα πένητα σοφόν, καὶ διασώσει αὐτὸς τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ· καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἐμνήσθη σὺν τοῦ ἀνδρὸς τοῦ πένητος ἐκείνου.
Εκκλ. 9,16         καὶ εἶπα ἐγώ· ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ δύναμιν, καὶ σοφία τοῦ πένητος ἐξουδενωμένη, καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ οὐκ εἰσὶν ἀκουόμενοι.
Εκκλ. 9,17         λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται ὑπὲρ κραυγὴν ἐξουσιαζόντων ἐν ἀφροσύναις.
Εκκλ. 9,18         ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ σκεύη πολέμου, καὶ ἁμαρτάνων εἷς ἀπολέσει ἀγαθωσύνην πολλήν.
Εκκλ. 9,1                   Εις όλα τα περί εμέ έστρεψα την προσοχήν μου. Ολα τα εμελέτησεν ο νους και η καρδία μου και είδα τούτο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι και οι σοφοί, όπως επίσης και τα έργα των, ευρίσκονται βεβαίως στο χέρι και την προστασίαν του Θεού. Ο άνθρωπος όμως δεν γνωρίζει εις βάθος και πλάτος ούτε την αγάπην και τας συνεπείας της, ούτε το μίσος και τας συνεπείας του. Ολα είναι άγνωστα και ενδεχόμενα ενώπιόν των. Ματαιότης, λοιπόν, υπάρχει εις όλα τα πράγματα.
Εκκλ. 9,2                  Κοινή συνάντησις και κοινή τύχη επιφυλάσσεται στον δίκαιον και στον ασεβή, στον αγαθόν και στον κακόν, στον νομικώς καθαρόν και στον νομικώς ακάθαρτον· εις εκείνον ο οποίος προσφέρει θυσίας, και εις εκείνον ο οποίος δεν θυσιάζει τίποτε. Οπως ο αγαθός, έτσι και εκείνος που καταπατεί το θέλημα του Θεού. Οπως εκείνος που ορκίζεται ψευδώς, έτσι και εκείνος που ευλαβείται και φοβείται τον όρκον.
Εκκλ. 9,3                   Είναι άδικον και σκανδαλώδες να έχουν όλοι και όλα την αυτήν τύχην, και κοινή συνάντησις να υπάρχη δι' όλους τους ανθρώπους. Ενεκα τούτου εγέμισεν από κακόν και επωρώθη η καρδία του ανθρώπου. Παραφέρεται και ορμά προς το κακόν η καρδία των ανθρώπων, εν όσω ζουν, και αποθνήσκοντες κατευθύνονται προς τους νεκρούς στον άδην.
Εκκλ. 9,4                  Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος επικοινωνεί με όλους τους ανθρώπους, που ζουν εις την γην; Αυτός που ζη· αυτός έχει την ελπίδα της επικοινωνίας. Οταν όμως αποθάνη, χάνει την επικοινωνιάν του προς την γην. Διότι ένα ζωντανό σκυλί είναι ανώτερο από ένα λέοντα μεγαλοπρεπή, αλλά νεκρόν.
Εκκλ. 9,5                   Οι ζωντανοί γνωρίζουν, ότι οπωσδήποτε θα αποθάνουν. Οι νεκροί δεν γνωρίζουν τίποτε σχετικώς με τους ζωντανούς. Εις τους νεκρούς δεν υπάρχει πλέον πιθανότης αμοιβής, όπως υπήρχε, όταν ευρίσκοντο εις την γην. Αλλά και αυτή η ανάμνησίς των ελησμονήθη μεταξύ των ανθρώπων.
Εκκλ. 9,6                  Η αγάπη των και τα μίση των, όπως και η μεταξύ των ζηλοφθονία, έχουν ήδη εξαφανισθή και δεν έχουν αυτοί καμμίαν πλέον συμμετοχήν εις κάθε τι, το οποίον συμβαίνει εις την υφήλιον.
Εκκλ. 9,7                   Ελα, λοιπόν, άνθρωπε, φάγε με ευχαρίστησιν τα φαγητά σου και πίε με καλή καρδία τον οίνόο σου, διότι ο Θεός ηθέλησε και ηυλόγησε τα έργα των χειρών σου.
Εκκλ. 9,8                  Παντοτε να ενδύεσαι με λευκά ωραία ενδύματα, και το μυρωμένον έλαιον ας μη λείψη από την κεφαλήν σου.
Εκκλ. 9,9                  Γνώρισε και απόλαυσε την καλήν ζωήν με την γυναίκα, την οποίαν ηγάπησες, καθ' όλας τας ημέρας της προσκαίρου αυτής ζωής σου, αι οποίαι σου εδόθησαν να ζης εις την γην υπό τον ήλιον. Διότι τα αγαθά αυτά σου εδόθησαν ως μερίδιον και κληρονομία σου από τον Θεόν. Αυτά, δια τα οποία και συ ειργάσθης με κόπον και μόχθον εις την γην.
Εκκλ. 9,10                 Ολα όσα είναι του χεριού σου και ημπορείς να τα κάμης, κάμε τα με όλην σου την δραστηριότητα. Διότι στον άδην, όπου και συ κατευθύνεσαι, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν υπάρχει δυνατότης δια κανένα έργον, ούτε δια σχέδιον, ούτε γνώσις και σοφία, όπως υπάρχει εις την γην.
Εκκλ. 9,11                 Παλιν εγώ παρετήρησα με προσοχήν εις την γην κάτω από τον ήλιον και είδα ότι πολλές φορές δεν υπερέχουν στον δρόμον οι ταχείς τους πόδας και ελαφροί, ούτε η νίκη δίδεται κατά τους πολέμους στους δυνατούς, άκομη δε και ο άρτος δεν δίδεται στον σοφόν ούτε ο πλούτος στον συνετόν· ούτε αναγνωρίζεται καμμία χάρις και εκτίμησις στους έχοντας γνώσιν. Υπάρχουν περιστάσεις, κατά τας ο ποίας αυτοί θα συναντήσουν δυσκολίας και εναντιότητας.
Εκκλ. 9,12                 Ο άνθρωπος, βεβαίως, δεν γνωρίζει, τι θα του συμβή κατά τας ημέρας της ζωής του. Οπως τα ψάρια συλλαμβάνονται στο ολέθριον δι' αυτά δίκτυον, όπως τα πτηνά συλλαμβάνονται εις την παγίδα, έτσι και οι άνθρωποι παγιδεύονται εις κάποιαν μοιραίαν και κακήν στιγμήν, όταν επέλθη εναντίον των αιφνίδιος ο κίνδυνος, ο θάνατος.
Εκκλ. 9,13                 Είδα ακόμη και κάτι άλλο, που συμβαίνει εις την γην υπό τον ήλιον, και το οποίον κατ' εμέ είναι μεγάλη σοφία.
Εκκλ. 9,14                 Εναντίον μιας μικράς πόλεως, μέσα εις την οποίαν οι υπερασπισταί της άνδρες ήσαν ολίγοι, επήλθεν ενας μεγάλος βασιλεύς. Την περιεκύκλωσε, ανήγειρε γύρω από αυτήν χαρακώματα και ετοποθέτησε μεγάλας πολιορκητικάς μηχανάς.
Εκκλ. 9,15                 Ευρέθηκε όμως μέσα εις την πόλιν αυτήν νέας άνθρωπος πτωχός και άσημος, συνετός όμως, και διέσωσε την πόλιν με την ικανότητά του. Αυτόν όμως τον πτωχόν, αλλά σοφόν, άνθρωπον κανείς κατόπιν δεν τον ενεθυμήθη
Εκκλ. 9,16                 Είπα, λοιπόν, τότε εγώ από μέσα μου· “ανωτέρα πάντων η σοφία από την δύναμιν”, έστω και αν είδα να καταφρονήται η σοφία του πτωχού αυτού ανθρώπου και οι λόγοι του να μη εισακούωνται πλέον.
Εκκλ. 9,17            Οι λόγοι πάντως των σοφών ακούονται με ηρεμίαν και ευχαριστησιν, και προτιμώνται από τας κραυγάς των αρχόντων, οι οποίοι ασκούν την εξουσίαν των ασυνέτως.
Εκκλ. 9,18                 Προτιμοτέρα είναι η σοφία και από αυτά τα πολεμικά μέσα, ενώ ενας αμαρτωλός και ασύνετος είναι δυνατόν να καταστρέψη πολλήν και πολλών την ευτυχίαν. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10


Εκκλ. 10,1         Μυῖαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος· τίμιον ὀλίγον σοφίας ὑπὲρ δόξαν ἀφροσύνης μεγάλην,
Εκκλ. 10,2         καρδία σοφοῦ εἰς δεξιὸν αὐτοῦ, καὶ καρδία ἄφρονος εἰς ἀριστερὸν αὐτοῦ·
Εκκλ. 10,3         καί γε ἐν ὁδῷ ὅταν ἄφρων πορεύηται, καρδία αὐτοῦ ὑστερήσει, καὶ ἃ λογιεῖται πάντα ἀφροσύνη ἐστίν.
Εκκλ. 10,4         ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῇ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἀφῇς, ὅτι ἴαμα καταπαύσει ἁμαρτίας μεγάλας.
Εκκλ. 10,5         ἔστι πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὡς ἀκούσιον ὃ ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου ἐξουσιάζοντος·
Εκκλ. 10,6         ἐδόθη ὁ ἄφρων ἐν ὕψεσι μεγάλοις, καὶ πλούσιοι ἐν ταπεινῷ καθήσονται.
Εκκλ. 10,7         εἶδον δούλους ἐφ᾿ ἵππους καὶ ἄρχοντας πορευομένους ὡς δούλους ἐπὶ τῆς γῆς.
Εκκλ. 10,8         ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ καθαιροῦντα φραγμόν, δήξεται αὐτὸν ὄφις.
Εκκλ. 10,9         ἐξαίρων λίθους διαπονηθήσεται ἐν αὐτοῖς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει ἐν αὐτοῖς.
Εκκλ. 10,10        ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον, καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξε, καὶ δυνάμεις δυναμώσει, καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία.
Εκκλ. 10,11        ἐὰν δάκῃ ὄφις ἐν οὐ ψιθυρισμῷ, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία τῷ ἐπᾴδοντι.
Εκκλ. 10,12        λόγοι στόματος σοφοῦ χάρις, καὶ χείλη ἄφρονος καταποντιοῦσιν αὐτόν·
Εκκλ. 10,13        ἀρχὴ λόγων στόματος αὐτοῦ ἀφροσύνη, καὶ ἐσχάτη στόματος αὐτοῦ περιφέρεια πονηρά,
Εκκλ. 10,14        καὶ ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους, οὐκ ἔγνω ἄνθρωπος τί τὸ γενόμενον, καὶ τί τὸ ἐσόμενον, ὅτι ὀπίσω αὐτοῦ, τίς ἀναγγελεῖ αὐτῷ;
Εκκλ. 10,15        μόχθος τῶν ἀφρόνων κοπώσει αὐτούς, ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ πορευθῆναι εἰς πόλιν.
Εκκλ. 10,16        οὐαί σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερος καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρωΐ ἐσθίουσι.
Εκκλ. 10,17        μακαρία σύ, γῆ, ἧς ὁ βασιλεύς σου υἱὸς ἐλευθέρων καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρὸς καιρὸν φάγονται ἐν δυνάμει καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται.
Εκκλ. 10,18        ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ δόκωσις, καὶ ἐν ἀργίᾳ χειρῶν στάξει ἡ οἰκία.
Εκκλ. 10,19        εἰς γέλωτα ποιοῦσιν ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον τοῦ εὐφρανθῆναι ζῶντας, καὶ τοῦ ἀργυρίου ταπεινώσει ἐπακούσεται τὰ πάντα.
Εκκλ. 10,20        καί γε ἐν συνειδήσει σου βασιλέα μὴ καταράσῃ, καὶ ἐν ταμιείοις κοιτώνων σου μὴ καταράσῃ πλούσιον· ὅτι πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀποίσει σὺν τὴν φωνήν σου, καὶ ὁ ἔχων τὰς πτέρυγας ἀπαγγελεῖ λόγον σου.
Εκκλ. 10,1                 Μυίγες, που εψόφησαν μέσα εις μυρωμένον έλαιον, το κανούν βρώμικον. Προτιμοτέρα είναι έστω και ολίγη σοφία, από την μεγάλην δόξαν των αφρόνων.
Εκκλ. 10,2                 Η καρδία του σοφού είναι πάντοτε εις τα δεξιά του, σκέπτεται, δηλαδή, τα ορθά και τα δίκαια. Η καρδία του ασυνέτου είναι εις τα αριστερά, σκέπτεται μωρά και επιβλαβή.
Εκκλ. 10,3                 Και εις την πορείαν της καθημερινής του ζωής ο ασύνετος υστερεί εις ορθοφροσύνην, διότι όλα όσα συλλογίζεται είναι ανόητα και ασύνετα.
Εκκλ. 10,4                 Εάν η οργή ενός άρχοντος εκσπάση και στραφή εναντίον σου, μη ταραχθής και μη δώσης αφορμήν, διότι η ηρεμία θα καταπαύση και θα προλάβη μεγάλα κακά.
Εκκλ. 10,5                 Είδα εγώ και ένα άλλο κακόν κάτω από τον ήλιον εις την γην· το γεγονός ότι ενας άρχων απερισκέπτως εξουσιάζει και διατάσσει.
Εκκλ. 10,6                 Εις τους ασυνέτους δίδονται μερικές φορές υψηλά αξιώματα, ενώ αντιθέτως οι πλούσιοι κατά την γνώσιν και την σοφίαν κάθονται χαμηλότερα.
Εκκλ. 10,7                 Είδα δούλους να κάθωνται επάνω εις μεγαλοπρεπείς ίππους, και πρώην άρχοντας να βαδίζουν με τα πόδια εις την γην ωσάν δούλοι.
Εκκλ. 10,8                 Εκείνος, που σκάπτει λάκκον δια τον άλλον, θα πέση ο ίδιος μέσα εις αυτόν. Εκείνον ο οποίος κρημνίζει αδίκως τον ξηρότοιχον από τον αγρόν του γείτονός του, δεν αποκλείεται να τον δαγκώση το φίδι.
Εκκλ. 10,9                 Εκείνος που βγάζει και μεταφέρει λίθους, θα καταπονηθή. Και εκείνος που με το τσεκούρι σχίζει ξύλα, κινδυνεύει να κτυπηθή, αν δεν προσέξη.
Εκκλ. 10,10               Εάν πεταχθή το σίδερο από το στυλιάρι, θα τρομάξη ο ξυλοκόπος και θα στενοχωρηθή και θα καταβάλη προσπαθείας να διορθώση το τσεκούρι του. Αυτό είναι σοφία και δραστηριότης του επιμελούς ξυλοκόπου.
Εκκλ. 10,11                Εάν ενας οφιοδαμαστής δαγκωθή από το φίδι του, διότι δεν είπεν όπως έπρεπε τους μαγικούς ψιθυρισμούς, τίποτε πλέον δεν τον ωφελούν οι ψιθυρισμοί αυτοί.
Εκκλ. 10,12               Τα λόγια του σοφού δίδουν ευχαρίστησιν και χαράν. Εν τα λόγια του άφρονος θα καταποντίσουν και αυτόν τον ίδιον.
Εκκλ. 10,13               Απ' αρχής τα λόγια του άφρονος είναι αμυαλωσύνη, και έως τέλος είναι κακή και ανόητος παραφορά.
Εκκλ. 10,14               Ο ασύνετος λέγει πάρα πολλά λόγια, είναι φλύαρος. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιό είναι αυτό που τώρα γίνεται, τι είναι εκείνο που θα γίνη στο μέλλον, διότι δεν υπάρχει και κανείς να του αποκαλύψη αυτά.
Εκκλ. 10,15               Ο κόπος της εργασίας καταδάλλει εύκολα τους ασυνέτους και ραθύμους. Ο άμυαλος και τεμπέλης δεν είναι ικανός ούτε εις την πόλιν να μεταβή, διότι φοβείται την κούρασιν.
Εκκλ. 10,16               Αλλοίμονον εις σέ, πόλις, η οποία έχεις βασιλέα νεαρόν και άπειρον και της οποίας οι άρχοντες παρακάθηνται από πρωΐας εις συμπόσια.
Εκκλ. 10,17               Ευτυχισμένη είσαι συ, η χώρα, που έχεις βασιλέα υιόν ελευθέρων και ευσεβών ανθρώπων, οι δε άρχοντές σου τρώγουν με μέτρον εις την κατάλληλον ώραν. Αυτοί, βασιλεύς και άρχοντες, δεν θα εντροπιασθούν ποτέ.
Εκκλ. 10,18               Από την οκνηρίαν του οικοδεσπότου και των εργατών θα πέση η ξυλίνη σκέπη του σπιτιού. Και εξ αιτίας της τεμπελιάς των χειρών των η οικία θα σταλάζη.
Εκκλ. 10,19               Οι ασύνετοι άρχοντες κατά το διάστημα της ζωής των παραθέτουν πλούσια φαγητά και οίνον και πολύτιμα μύρα, δια να ευφραίνωνται, και γελούν. Με το αργύριόν των προσπαθούν να ταπεινώσουν και ταπεινώνουν τους πάντας και τα πάντα.
Εκκλ. 10,20              Συ όμως ούτε από μέσα σου μη σκεφθής και είπης κάτι κακόν εναντίον του βασιλέως· και στο εσωτερικώτερον δωμάτιόν σου, τον κοιτώνα σου, μη κατακρίνης τον πλούσιον άρχοντα. Διότι κάποιο πουλί του ουρανού θα μεταφέρη την κατηγορίαν σου προς αυτόν. Ο πτερωτός αυτός αγγελιαφόρος θα αναγγείλη εις εκείνον τα επικριτικά λόγια σου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11


Εκκλ. 11,1         Ἀπόστειλον τὸν ἄρτον σου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ὕδατος, ὅτι ἐν πλήθει ἡμερῶν εὑρήσεις αὐτόν·
Εκκλ. 11,2         δὸς μερίδα τοῖς ἑπτὰ καί γε τοῖς ὀκτώ, ὅτι οὐ γινώσκεις τί ἔσται πονηρὸν ἐπὶ τὴν γῆν.
Εκκλ. 11,3         ἐὰν πλησθῶσι τὰ νέφη ὑετοῦ, ἐπὶ τὴν γῆν ἐκχέουσι· καὶ ἐὰν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ νότῳ καὶ ἐὰν ἐν τῷ βοῤῥᾷ, τόπῳ, οὗ πεσεῖται τὸ ξύλον, ἐκεῖ ἔσται.
Εκκλ. 11,4         τηρῶν ἄνεμον οὐ σπερεῖ, καὶ βλέπων ἐν ταῖς νεφέλαις οὐ θερίσει.
Εκκλ. 11,5         ἐν οἷς οὐκ ἔστι γινώσκων τίς ἡ ὁδὸς τοῦ πνεύματος. ὡς ὀστᾶ ἐν γαστρὶ κυοφορούσης, οὕτως οὐ γνώσῃ τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅσα ποιήσει σὺν τὰ πάντα.
Εκκλ. 11,6         ἐν τῷ πρωΐ σπεῖρον τὸ σπέρμα σου, καὶ εἰς ἑσπέραν μὴ ἀφέτω ἡ χείρ σου, ὅτι οὐ γινώσκεις ποῖον στοιχήσει, ἢ τοῦτο ἢ τοῦτο, καὶ ἐὰν τὰ δύο ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀγαθά.
Εκκλ. 11,7         καὶ γλυκὺ τὸ φῶς καὶ ἀγαθὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς τοῦ βλέπειν σὺν τὸν ἥλιον·
Εκκλ. 11,8         ὅτι καὶ ἐὰν ἔτη πολλὰ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἐν πᾶσιν αὐτοῖς εὐφρανθήσεται καὶ μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τοῦ σκότους, ὅτι πολλαὶ ἔσονται· πᾶν τὸ ἐρχόμενον ματαιότης.
Εκκλ. 11,9         Εὐφραίνου, νεανίσκε, ἐν νεότητί σου, καὶ ἀγαθυνάτω σε ἡ καρδία σου ἐν ἡμέραις νεότητός σου, καὶ περιπάτει ἐν ὁδοῖς καρδίας σου ἄμωμος καὶ μὴ ἐν ὁράσει ὀφθαλμῶν σου καὶ γνῶθι ὅτι ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἄξει σε ὁ Θεὸς ἐν κρίσει.
Εκκλ. 11,10        καὶ ἀπόστησον θυμὸν ἀπὸ καρδίας σου καὶ παράγαγε πονηρίαν ἀπὸ σαρκός σου, ὅτι ἡ νεότης καὶ ἡ ἄνοια ματαιότης.
Εκκλ. 11,1                  Σπείρε το σιτάρι σου κατά το φθινόπωρον στον καιρόν των βροχών. Επειτα δε από ωρισμένον χρόνον θα μαζεύσης αυτό πολύ περισσότερον.
Εκκλ. 11,2                 Μοίρασε το ψωμί σου εις πολλούς και εις ακόμη περισσοτέρους, που πεινούν. Διότι δεν γνωρίζεις, ποιά δυστυχία ημπορεί αργότερα να εύρη και σε τον ίδιον εις την γην αυτήν.
Εκκλ. 11,3                  Εάν πυκνωθούν τα νέφη και γεμίσουν τον ουρανόν, θα αναλυθούν εις βροχήν. Εάν ένα δένδρον φυτευθή οπουδήποτε εις την γην, είτε στον βορράν είτε στον νότον, εκεί θα υπάρχη, εκεί θα καρποφορή.
Εκκλ. 11,4                 Εκείνος που προσέχει πολύ τους ανέμους και λεπτολογεί, ποτέ δεν θα σπείρη. Και εκείνος ο οποίος συνεχώς παρατηρεί τα σύννεφα, ποτέ δεν θα θερίση.
Εκκλ. 11,5                  Οπως ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την κίνησιν και την κατεύθυνσιν του ανέμου, δεν γνωρίζει πως διαμορφώνεται το σώμα και τα οστά του εμβρύου μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, έτσι δεν είναι εις θέσιν να γνωρίζη και τα θεία δημιουργήματα· πως, δηλαδή, ο Θεός εδημιούργησε και κυβερνά τα πάντα.
Εκκλ. 11,6                 Σπείρε το σιτάρι σου κατά το διάστημα της ημέρας, και κατά την εσπέραν ακόμη ας μη σταματήση το χέρι σου να σπέρνη. Διότι δεν γνωρίζεις, ποιοί σπόροι θα ευδοκιμήσουν αυτοί η εκείνοι η και οι δυο μαζή.
Εκκλ. 11,7                  Ωραίον και γλυκύ είναι το φως. Ευχάριστον στους οφθαλμούς να βλέπουν τον ήλιον, ευχάριστος η ζωή δια τον άνθρωπον.
Εκκλ. 11,8                 Και εάν πολλά χρόνια ζήση ο άνθρωπος εις την γην, κατά το διάστημα όλων αυτών των ετών θα ευφρανθή. Θα ενθυμήται όμως και τας σκοτεινάς ημέρας του θανάτου, αι οποίαι θα είναι πολλαί, απροσμέτρητοι. Αλλά κάθε τι, που συμβαίνει εις την ζωήν μας, είναι μάταιον και παροδικόν.
Εκκλ. 11,9                 Απόλαυσε λοιπόν, νεαρέ, την νεότητά σου, ας ευφρανθή η καρδιά σου κατά τας ημέρας της νεότητός σου· βάδιζε όμως τας οδούς, τας οποίας υπαγορεύει εις σε η καρδία σου, χωρίς εκτροπάς, χωρίς ψεγάδια. Μη παρασύρεσαι από τας πρώτας εντυπώσεις των οφθαλμών σου. Εχε δε υπ' όψιν σου, ότι ο Θεός, ο οποίος σε βλέπει, θα σε κρίνη δι' όλα τα έργα σου.
Εκκλ. 11,10                Διώξε τον θυμόν από την καρδίαν σου. Διωξε από κοντά σου τας πονηράς επιθυμίας, διότι η νεότης και η αμυαλωσύνη είναι ματαιότης.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Εκκλ. 12,1         Καὶ μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν οἷς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα·
Εκκλ. 12,2         ἕως οὗ μὴ σκοτισθῇ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι τὰ νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ·
Εκκλ. 12,3         ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν σαλευθῶσι φύλακες τῆς οἰκίας καὶ διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἤργησαν αἱ ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς·
Εκκλ. 12,4         καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς ἀληθούσης, καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος·
Εκκλ. 12,5         καὶ ἀπὸ ὕψους ὄψονται, καὶ θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι·
Εκκλ. 12,6         ἕως ὅτου μὴ ἀνατραπῇ τὸ σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ συντριβῇ τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου, καὶ συντριβῇ ὑδρία ἐπὶ τῇ πηγῇ, καὶ συντροχάσῃ ὁ τροχὸς ἐπὶ τὸν λάκκον,
Εκκλ. 12,7         καὶ ἐπιστρέψῃ ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς ἔδωκεν αὐτό.
Εκκλ. 12,8         ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης.
                      Επίλογος- Ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας
Εκκλ. 12,9         Καὶ περισσὸν ὅτι ἐγένετο ἐκκλησιαστὴς σοφός, ὅτι ἐδίδαξε γνῶσιν σὺν τὸν λαόν, καὶ οὖς ἐξιχνιάσεται κόσμιον παραβολῶν.
Εκκλ. 12,10        πολλὰ ἐζήτησεν ἐκκλησιαστὴς τοῦ εὑρεῖν λόγους θελήματος καὶ γεγραμμένον εὐθύτητος, λόγους ἀληθείας.
Εκκλ. 12,11        Λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βούκεντρα καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι, οἳ παρὰ τῶν συνθεμάτων ἐδόθησαν ἐκ ποιμένος ἑνὸς
Εκκλ. 12,12        καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν. υἱὲ μου, φύλαξαι, τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά· οὐκ ἔστι περασμός, καὶ μελέτη πολλὴ κόπωσις σαρκός.
Εκκλ. 12,13        Τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε· τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος.
Εκκλ. 12,14        ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν.
Εκκλ. 12,3                 Κατά τας ημέρας των γηρατείων σου θα τρέμουν οι φύλακες του σώματός σου, τα χέρια σου, θα κυρτωθούν οι ώμοί σου και θα αδυνατίσουν τα πόδια σου, τα οποία σαν ισχυροί άνδρες σε συγκρατούσαν. Τα δόντια σου, τα οποία άλλοτε άλεθαν τας τροφάς θα βραδύνουν στο άλεσμά των. Εμειναν άλλωστε λιγοστά, τα περισσότερα έπεσαν. Αι κόραι των οφθαλμών σου, αι οποίαι από τις κόγχες των, σαν άπό παράθυρα, βλέπουν, θα καλυφθούν από το σκοτάδι.
Εκκλ. 12,4                 Τοτε τα θυρόφυλλα του στόματός σου, τα χείλη και αι σιαγόνες σου, θα κλεισθούν και θα παύσουν να αγορεύουν. Η φωνή του στόματός σου θα αδυνατήση, θα γίνη λεπτή σαν το λάλημα του στρουθίου. Τα αυτιά και η γλώσσα σου, όργανα άλλοτε του τραγουδιού σου, θα αδυνατήσουν.
Εκκλ. 12,5                 Θα βλέπουν τα γεροντικά μάτια με φόβον τον ανήφορον και θα θαμπώνουν στον δρόμον. Θα ανθηση η αμυγδαλιά, θα ασπρίση δηλαδή το κεφάλι του γέροντος. Τα ευκίνητα άλλοτε, ωσάν ακρίδες, πόδια του, θα γίνουν δυσκίνητα. Η όρεξις δια τα φαγητά και τας απολαύσεις της ζωής θα μειωθή στο ελάχιστον. Και ο άνθρωπος θα οδηγηθή πλέον εις την τελευταίαν επίγειον κατοικίαν του, τον τάφον. Θα τον περιστοιχίζουν πενθούντες οι οικείοι του και οι πληρωμένοι μοιρολογηταί.
Εκκλ. 12,6                 Λοιπόν, να ενθυμήσαι τον Πλάστην σου, πριν το πολύτιμον ασημένιο νήμα της ζωής σου κοπή, πριν συντριβή το χρυσό ανθοδοχείον του βίου σου, πριν σπάση η υδρία εις την πηγήν και το μαγγάνι ξεδιπλωθή και κινηθή ολοταχώς μέσα στο πηγάδι.
Εκκλ. 12,7                 Και τότε θα επιστρέψη πλέον το χώμα, το σώμα δηλαδή, εις την γην, όπου και όπως ήτο πριν πλασθή. Η ψυχή όμως θα επανέλθη στον Θεόν, ο οποίος την έπλασε και την έδωκε.
Εκκλ. 12,8                 Και πάλιν ο Εκκλησιαστής λέγει και επαναλαμβάνει· ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα είναι ματαιότης.
Εκκλ. 12,9                 Σοφός με το παραπάνω έγινεν ο Εκκλησιαστής, την δε σοφίαν του αυτήν και γνώσιν την εδίδαξεν στον λαόν. Καθε δε αυτί ανθρώπου ημπορεί, εάν θέλη, να εξερευνήση και εξιχνιάση τον πλούτον των ωραίων αυτών παραβολών.
Εκκλ. 12,10               Πολλάς ερεύνας και αναζητήσεις έκαμεν ο Εκκλησιαστής, δια να εύρη ωραίους και ευαρέστους λόγους, και να καταγράψη τους λόγους αυτούς της σοφίας και αληθείας με ακρίβειαν και ευθύτητα.
Εκκλ. 12,11                Οι λόγοι των σοφών ομοιάζουν ωσάν την βουκέντραν, που κεντούν εις κίνησιν και εργασίαν. Ομοιάζουν με καρφωμένα καρφιά δια την ψυχήν του ακροατού. Οι σοφοί αυτοί λόγοι αποτελούν συλλογήν· τους έχει δε εμπνεύσει ο ενας και μοναδικός ποιμήν, ο Θεός.
Εκκλ. 12,12               Είναι αυτοί αρκετοί. Παιδί μου, πρόσεξε, δια να σε οδηγήσουν εις την ορθήν αντίληψιν της ζωής και του καθήκοντος. Παιδί μου, πρόσεξε να μη μαζέψης πολλά βιβλία. Δεν τελειώνουν αυτά ποτέ. Και μη λησμονής, ότι η πολλή μελέτη είναι καταπόνησις του πνεύματος και του σώματος.
Εκκλ. 12,13               Ας κατακλείσωμεν τον λόγον μας με το σύνθημα· Ολα τα λόγια αυτά άκουέ τα· να φοβήσαι τον Θεόν, να τηρής τας εντολάς του, διότι εις αυτό έγκειται η αξία και ο προορισμός παντός ανθρώπου.
Εκκλ. 12,14              Και μη λησμονής ότι ο Θεός θα κρίνη όλας ανεξαιρέτως τας πράξεις των ανθρώπων, όσον απόκρυφοι και λησμονημένοι αν είναι αυταί· τόσον τας καλάς όσον και τας κακάς. 
Παραπομπές:
http://www.myriobiblos.gr/bible/ot/chapter.asp?book=27
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasι/PD/27.%20Ekklisiastis.htm